- σκυθρωπάσαι
- σκυθρωπά̱σᾱͅ , σκυθρωπάζωlook angryfut part act fem dat sg (doric)σκυθρωπάζωlook angryaor inf actσκυθρωπάσαῑ , σκυθρωπάζωlook angryaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζιγνώσαι — ζιγνῶσαι (Α) (κατά τον Ησύχ. και το Ετυμ. Μέγ.) «σκυθρωπᾱσαι» (κώδ. «ζικνῶσαι») … Dictionary of Greek